δρόσισμα

δρόσισμα
το
ελαφρό βρέξιμο, ελαφρύ πάγωμα, φρεσκάρισμα: Το δρόσισμα της βροχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρόσισμα — το (Μ δρόσισμαν) ο δροσισμός …   Dictionary of Greek

  • έμψυξις — ἔμψυξις (Α) ανάψυξη, δρόσισμα …   Dictionary of Greek

  • ανάψυξη — η (AM ἀνάψυξις) η πράξη του αναψύχω, δρόσισμα 2. στέγνη, στέγνωμα 3. αναψυχή, ανακούφιση, παρηγοριά …   Dictionary of Greek

  • απόψυξη — η (Α ἀπόψυξις) νεοελλ. 1. το ξεπάγωμα 2. η πλήρης ψύξη αρχ. 1. το δρόσισμα 2. το ρίγος …   Dictionary of Greek

  • διάψυξις — διάψυξις, η (Α) δρόσισμα, ψύχρανση …   Dictionary of Greek

  • δροσοβόλημα — το το δρόσισμα …   Dictionary of Greek

  • δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα …   Dictionary of Greek

  • καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • καταψύχιν — καταψύχιν, τὸ (Μ) [καταψύχω] δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”